-
1 поваренный
επ.μαγειρικός,της μαγειρικής•-ое искусство η μαγειρική (τέχνη)•
-ая соль μαγειρικό αλάτι•
-ая книга βιβλίο μαγειρικής (τσελεμεντές).
-
2 πέρας
A end, limit, boundary,I in local sense,ἐκ περάτων γᾶς Alc.33.1
, cf. Th.1.69;π... αὔλ<ε>ιος θύρα ἐλευθέρα γυναικὶ νενόμιστ' οἰκίας Men.546
; τὸ π. tip,τοῦ αἰδοίου Arist. GA 773a21
; [ τῆς ῥινός] Gal.18(2).28; τισὶ τὰ π. ἀλγέει the extremities, Aret.SD1.7.IIgenerally, limit, either opp. ἀρχή, Arist.Ph. 264b27, or including it,τελευτή γε καὶ ἀρχὴ π. ἑκάστου Pl.Prm. 137d
, cf. Arist.GA 777b29, Metaph. 1022a4;οὐκ ἔχων π. κακῶν E.Andr. 1216
, cf.Or. 511, A.Pers. 632, Lys.12.88, etc.;π. ἅπασιν ἀνθρώποις ἐστὶ τοῦ βίου θάνατος D.18.97
, cf. Arist.EN 1115a26;εἰ π. μηδὲν ἔσται σφίσι τοῦ ἀπαλλαγῆναι τοῦ κινδύνου Th.7.42
; π. ἔχειν, = περαίνεσθαι, come to an end, Isoc.4.5, Lycurg.60, etc.;π. λαμβάνειν Plb.5.31.2
; ἐπιθεῖναι τῇ γενέσει π. Arist.GA 776a4;ἐν π. εἶναι Thphr.CP5.18.2
.2 perfection of a thing,τὸ π. τῆς μαγειρικῆς.. εὑρηκέναι Hegesipp.Com. 1.4
, cf. 10, Posidipp.26.17.b Philos., τὸ τῶν ἀγαθῶν π., τὰ π. τῆς ἡδονῆς, Epicur.Ep.3p.65U., Sent.20;ἐν τῷ κατὰ φύσιν π. κατακέκλειται τἀγαθόν Metrod.Herc.831.8
.3 end, object, εὐχῆς, ἐλπίδος, Luc.Harm.2 sq.4 Philos., that which limits or has limits, opp. τὸ ἄπειρον, Pythag. ap. Arist.Metaph. 986a23, Pl.Phlb. 30a, etc.;τὰ ἐλάχιστα καὶ ἀμιγῆ π. [τῆς ἀτόμου] Epicur.Ep.1p.17U.
: Com., of a person, τὸν καλούμενον Π. Philosteph.Com.1.3.III final decision, [οἱ] τὸ π. ἔχοντες τῶν ἐν τῇ πόλει ἁπάντων δικαίων the supreme court, from which there is no appeal, Din.3.16. -
3 ἱππό-δρομος
ἱππό-δρομος, ὁ, Rennbahn für das Pferderennen od. das Wettfahren; Il. 23, 330; Plat. Critia. 117 c; Sp., wie Pol. 7, 17, 2; – komisch τῆς μαγειρικῆς Posidip. bei Ath. IX, 377 b. – Vgl. Paus. 6, 20 über den olympischen Hippodromus.
-
4 поваренный
μαγειρικός, της μαγειρικής.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > поваренный
-
5 масло
το έλαι/ο, το λάδιантраценовое - (хим.тех.) το ανθρακενιέλαιοгустое - πυκνό -, παχύ -дизельное - το ντίζελ/die-selкасторовое - το ρετσινόλαδο, το ρετσινέλαιοкукурузное - το καλαμποκέλαιο, το λάδι αραβόσιτουкунжутное - см. сезамовое -льняное - του λινόσπορου, το λινέλαιοмашинное - της μηχανής, το μηχανέλαιοминеральное - ορυκτό -, το ορυκτέλαιοподсолнечное - το σπορέλαιο, το ηλιέλαιοрезиновое - ρητίνης, το ρητινέλαιοсоевое - σόγιας, το σογιέλαιοсоляровое - см. соляртерпентинное - см. скипидартоплёное - το λειωμένο βούτυρο, το βούτυρο μαγειρικήςтрансформаторное - μετασχηματιστών (πλ.)турбинное - (αεροστροβίλου/τουρμπίναςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > масло
-
6 масло
-а ουδ.1. λάδι, έλαιο, λίπος• βούτυρο•растительное масло λάδι φυτικό•
сливочное масло φρέσκο βούτυρο ή της φέτας•
топлёное масло βούτυρο μαγειρικής ή λιωμένο•
эфирное масло αιθέριο έλαιο•
хлопковое масло βαμπακόλαδο, βαμβακέλαιο•
льняное масло λινέλαιο, λιναρόλαδο•
миндальное масло αμυγδαλέλαιο•
машинное масло λάδι της μηχανής•
смазочное масло μηχανέλαιο•
минеральные -а ορυκτέλαια•
сбивать масло χτυπώ το γάλα, βγάζω βούτυρο•
коровье масло βούτυρο αγελάδας•
завод растительных масел ελαιοτριβείο.
2. χρώματα ελαιογραφίας. || πίνακας ζωγραφικής με ελαιοχρώματα.εκφρ.масло масляное – όχι κρασί με νερό, παρά νερό με κρασί (ταυτόσημο)•подёрнуться -ом – (για μάτια ή βλέμμα) γυαλίζω, λάμπω•как по -у – ομαλά, ήρεμα, απρόσκοπτα•как (будто) -ом по сердцу – που προκαλεί αγαλλίαση•ерунда (чепуха) на постном -е – αερολογίες, ανεμολογίες, κενολογίες, ασημαντολογίες•кашу -ом не испортишь – παρμ. το πολύ βίος μάτια δε βγάζει. -
7 поваренный
пова́ренн||ый1. прич. от поварить·2. прил μαγειρικός, τής κουζίνας:\поваренныйая соль τό μαγειρικό ἀλάτι· \поваренныйая книга βιβλίο μαγειρικής. -
8 справочник
-а α.οδηγός (βιβλίο)• κατάλογος• βοήθημα•карманный справочник οδηγός της τσέπης•
телефонный справочник τηλεφωνικός κατάλογος•
по математике βοήθημα για τα μαθηματικά•
кулинарии οδηγάς μαγειρικής•
технический-τεχνικός οδηγός.
См. также в других словарях:
γαστρονομία — Η τέχνη της παρασκευής των φαγητών έτσι που να γίνονται νόστιμα και ορεκτικά. Ο άνθρωπος της παλαιολιθικής εποχής, επειδή δεν είχε ανακαλύψει ακόμα τη φωτιά, ήταν υποχρεωμένος να τρέφεται με ωμά κρέατα και καρπούς· επομένως η πρώτη στοιχειώδης… … Dictionary of Greek
Τσελεμεντές, Νικόλαος — (1878 – 1969). Δάσκαλος της μαγειρικής και της ζαχαροπλαστικής. Καταγόταν από τη Σίφνο και αρχικά εργάστηκε ως υπάλληλος συμβολαιογραφείου. Eπειδή είχε εξαιρετική κλίση στη μαγειρική, εγκατέλειψε το συμβολαιογραφείο και πήγε στη Βιέννη, όπου… … Dictionary of Greek
δειπνοσοφιστής — δειπνοσοφιστής, ο (Α) 1. αυτός που ξέρει καλά τα μυστικά της μαγειρικής 2. Δειπνοσοφισταί, οι τίτλος έργου τού Αθηναίου … Dictionary of Greek
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek
βιβλιοφιλία — Η αγάπη για το βιβλίο· λέξη που χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά προς το τέλος του Μεσαίωνα, στην περίοδο δηλαδή της ακμής των κλασικών σπουδών. Ο Ρίτσαρντ ντε Μπέρι, Άγγλος βιβλιόφιλος που έζησε τον 14o αι. και πρόδρομος του ουμανισμού, ονόμασε… … Dictionary of Greek
μάτι — Το αισθητήριο όργανο της όρασης, με το οποίο γίνεται αντιληπτό το φως, το σχήμα και το χρώμα των φωτιζόμενων αντικειμένων. Ο άνθρωπος φέρει δύο οφθαλμικούς βολβούς, οι οποίοι καταλαμβάνουν τις οφθαλμικές κόγχες. Έχουν χαρακτηριστικό σφαιροειδές… … Dictionary of Greek
Μουσείο Κρητικής Εθνολογίας — Το μουσείο, που βρίσκεται στους Βώρους Ηρακλείου, ιδρύθηκε το 1973 από τον Πολιτιστικό Σύλλογο Μεσσαράς και λειτουργεί από το 1988. Το 1992 έλαβε ειδική διάκριση από το Συμβούλιο της Ευρώπης. Το μεγαλύτερο μέρος της συλλογής του μουσείου, μίας… … Dictionary of Greek
βούτυρο — Λιπαρό προϊόν διατροφής, με λευκό ή κιτρινωπό χρώμα, που παρασκευάζεται από την κρέμα του γάλακτος των ζώων. Ανάλογα με τον τρόπο παρασκευής του, διακρίνεται σε νωπό ή φρέσκο β. και σε λιωμένο β. μαγειρικής. Το νωπό β. αποτελείται από λιπαρές… … Dictionary of Greek
οδηγός — Στη γεωμετρία προκειμένου για μια επιφάνεια ευθειογενή, Ε, κάθε καμπύλη της επιφάνειας αυτής, που τέμνει κάθε γενέτειρα της σε ένα μόνο σημείο (κάθε μία από τις ευθείες της Ε ονομάζεται μία γενέτειρά της). Έτσι κάθε τομή από επίπεδο μιας… … Dictionary of Greek
Μπριγιά-Σαβαρέν, Αντέλμ — (Andhelme Brillat Savarin, Μπελέ 1755 – Παρίσι 1826). Γάλλος λόγιος. Η λαμπρή δικαστική σταδιοδρομία του και η αγάπη του προς τη μόρφωση τον βοήθησαν να γράψει νομικές και αρχαιολογικές μελέτες, αλλά και δοκίμια πολιτικής οικονομίας. Ωστόσο, τη… … Dictionary of Greek
Αρτεμίδωρος — I Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Βασιλιάς της Βακτριανής (μεταξύ 3ου και 1ου αι. π.Χ.). Βρέθηκαν νομίσματά του που φέρουν ελληνικές και ινδικές επιγραφές. 2. Γεωγράφος από την Έφεσο (τέλη 2ου – αρχές 1ου αι. π.Χ.). Ταξίδεψε σε όλη τη Μεσόγειο, σε… … Dictionary of Greek